σπορτ

σπορτ
το, Ν
βλ. σπορ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπορτ — σπορτ, το βλ. σπορ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπορ — (sport). Αγγλικός όρος νεολατινικής προέλευσης, αποδεκτός σήμερα σ’ όλο τον κόσμο. Αν και παλιότερα ταυτιζόταν με τον αθλητισμό, με τον όρο σ. ενοούμε σήμερα τα αθλήματα, ως οργανωμένες εκδηλώσεις, που αριθμούν μόλις δύο αιώνων ζωή. Από παιχνίδι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”